Άταλάντη

Άταλάντη
Άταλάντη
Grammatical information: PN f.
Meaning: name of a mythical woman, known from Arcadia and Boeotia (Hes.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Uncertain. Feminine of ἀτάλαντος, as `the (woman) equal (to a man)', like ἀντιάνειρα, again Kretschmer Glotta 3, 266ff. und 22, 251. Hoffmann Makedonen and Brandenstein Atalante (1949) understand `with delicate face', from ἀταλός and *ἀντ- `face' (s. ἀντί), comparing PN like Εὑ-άντα, Άρί-αντος. - A Pre-Greek name reshaped by folk etymology?
Page in Frisk: 1,175-176

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀταλάντη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀταλάντῃ — Ἀταλάντη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αταλάντη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η έντονα αρρενωπή ομορφιά της Α., η δεινότητά της στο κυνήγι, το γρήγορο τρέξιμό της, η αγάπη της για την άγρια ζωή και η εμμονή στην παρθενία της την ταυτίζουν αρκετά με την Άρτεμη. Κατά τη βοιωτική εκδοχή του μύθου ήταν… …   Dictionary of Greek

  • αταλάντη — (atalante). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ρυτιδών, με 15 είδη που φυτρώνουν στην Ινδία, στα νησιά του Μαλαϊκού αρχιπελάγους και στην Αυστραλία. Πρόκειται για μικρά δέντρα ή θάμνους, συνήθως αγκαθωτά, αειθαλή, με φύλλα γυαλιστερά… …   Dictionary of Greek

  • Ἀταλάνταις — Ἀταλάντη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀταλάντην — Ἀταλάντη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀταλάντης — Ἀταλάντη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… …   Dictionary of Greek

  • Καλυδώνιος Κάπρος — Μυθολογικό ον. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση ήταν ένας αγριόχοιρος με εξαιρετική δύναμη. Τον έστειλε στην Καλυδώνα της Αιτωλίας (βλ. λ. Καλυδών) η Άρτεμη για να εκδικηθεί την ασέβεια του βασιλιά Οινέα, ο οποίος προσέφερε θυσία σε όλους τους… …   Dictionary of Greek

  • Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… …   Dictionary of Greek

  • Аталанта — (Atalanta, Αταλάντη). Красивая и замечательно быстроногая девушка, решившая не выходить замуж. Она была дочь Иаза и Климены и была брошена отцом тотчас после своего рождения. Медведица вскормила ее (символ Артемиды), она сделалась охотницей,… …   Энциклопедия мифологии

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”